κἠφ'

κἠφ'
ἐπί , ἐπί
being upon
indeclform (prep)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κηφήνας — ο (Α κηφήν, ῆνος) 1. η αρσενική μέλισσα («τὰς μὲν μελίττας εἰσδύεσθαι, τοὺς δὲ κηφῆνας μή, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς μείζους», Αριστοτ.) 2. μτφ. άνθρωπος οκνηρός και άεργος που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο νεοελλ. ζωολ. μέλος μιας κάστας… …   Dictionary of Greek

  • ψήν — ηνός, ο, ΝΑ (λόγιος τ.) έντομο που αναπτύσσεται μέσα στον καρπό τής αγριοσυκιάς ή στο άνθος τού αρσενικού φοίνικα και με τη βοήθεια τού οποίου γίνεται η γονιμοποίηση τού καρπού τής ήμερης συκιάς ή τού φοίνικα νεοελλ. είδος σκνίπας αρχ. ο καρπός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”